δουροδόκη, -ης, ἡ
1 astillero, guardalanzas
ἔγχος ... ἔστησε ... δουροδόκης ἔντοσθενOd.1.128, cf. Poll.1.136, Opp.H.2.356.
2 arq. viga, POxy.2272.62 (III d.C.).
ἔγχος ... ἔστησε ... δουροδόκης ἔντοσθενOd.1.128, cf. Poll.1.136, Opp.H.2.356.