< δουρῐκμής
Δουρίοπος >
Δουρικορτόρα
,
-ων, τά
• Alolema(s):
Δουροκόττορον
Ptol.
Geog
.2.9.6, 8.5.6;
Δοροκόττορος
St.Byz.
Duricórtora
o
Durocótoro
ciu. de los galos belgas, capital de los remos, actual Reims, Str.4.3.5, Ptol.ll.cc., St.Byz.