< Δούριος
Δοῦρις >
δουρίπληκτος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
destrozado por la lanza
λάφυρα δάιων δουρίπληχθ' ἁγνοῖς δόμοις
A.
Th
.278.