δοχεύς, -έως, ὁ
• Morfología: [gen. δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, Orac.Chald.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.Fr.350.19]
1 receptor inspirado de un oráculo, médium que recibe el espíritu divino
τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζενEus.PE 3.16.1,
ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆοςOrác. en Porph.Fr.349.5, cf. 350.19, Herm.in Phdr.105, Orac.Chald.l.c., del poeta inspirado, Herm.in Phdr.111
•receptáculo
ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦSynes.Ep.151.
2 huésped, anfitrión
στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέωςIG 12.Suppl.365.11 (Tasos II d.C.).