δουροδόκος, -ου, ὁ
• Alolema(s): δορο- Sud.s.u. στρωτήρ, EM 731.10G.
viga
τὰ μικρὰ δοκίδια τὰ ἐπάνω τῶν δουροδόκων τιθέμενα στρωτῆρας ἔλεγονDid.CP p.320, Sud.l.c., EM l.c.
τὰ μικρὰ δοκίδια τὰ ἐπάνω τῶν δουροδόκων τιθέμενα στρωτῆρας ἔλεγονDid.CP p.320, Sud.l.c., EM l.c.