ἀρδικός·
βᾰρύδῐκος
αὐλῳδικός
εἰκός
βεῖκος
γεϊκός
Δεκελεικός
Ἄμεικος
Ἀκαδημεικός
ἄνεικος
ἀφιλόνεικος
ἐμφιλόνεικος
βοεικός
Ἀρεϊκός
Δᾱρεικός
ἀρηϊκός
ἀγαθικός
ἀνδραγαθικός
ἐθικός
Αἴθῐκος
ἀνθικός
ἀκανθικός
Γοτθικός
ἀκολουθικός
Ἀχαιικός
αἰδοιϊκός
εἰδωλοποιικός
ἀγαλματοποιικός
ἀρτοποιϊκός
Δακικός
βλᾰκικός
βυβλιοφυλακικός
ἀρακικός
Ἀμβρᾰκικός
Ἀμπρακικός
βηκικός
γυναικικός
ἀγροικικός
βελουλκικός
δουκικός
1 ἁλικός
2 ἁλίκος
Ἁλικός
δαιδᾰλικός
διδασκαλικός
Ἀτταλικός
ἑλῐκός
βελικός
ἀγελικός
ἀγγελικός
ἀρχαγγελικός
ἀμπελικός
Ἀριστοτελικός
βουβωνοκηλικός
ἐντεροκηλικός
βρογχοκηλικός
ἀνομήλικος
ἀνήλικος
ἐνήλικος
ἀπήλικος
ἀνισήλικος
ἀφήλικος
βασιλικός
Βασιλικός
ἀγριοβασιλικός
Γαλλικός
Βαρύλλικος
διαβολικός
ἀναβολικός
Ἀργολικός