διαβολικός, -ή, -όν
1 calumnioso
δ. ... κακοτεχνίαel malvado arte de la calumnia Ph.Fr.98.
2 propio del diablo, diabólico
ἡ ὑλικὴ οὐσία ... καὶ δ.Hippol.Haer.6.34.4,
ἀκρασίαν ... καὶ πορνείαν διαβολικὰ εἶναι πάθηClem.Al.Strom.3.12.81,
ἐνέργειαPhys.G 100.20, PLond.1731.11 (VI d.C.),
φύσιςGr.Nyss.M.46.609C,
ἀπάτηOrigenes M.17.61A,
δύναμιςCyr.H.Myst.4.7,
ἐπιχείρημαAth.Al.Fug.23.1,
δαίμωνAth.Al.Apol.Const.7.15, cf. Nil.M.79.353C,
παράπτωμα διαβολική (sic)un pecado diabólico, Melit.Fr.Pap.82.14,
ἐπίνοιαBasil.M.31.1365B,
πειρασμοίConst.Ep. en Eus.VC 2.71.1,
βίοςChrys.M.60.417,
κακίαOlymp.M.93.708B,
πανουργίαISyène 239.3 (crist.),
ἔργονA.Pil.B 1.1, cf. Chrys.M.62.417, M.63.182
•subst. ὁ δ. hombre diabólico
κἂν μαίνωνται οἱ διαβολικοίAth.Al.M.26.337A.
III adv. -ῶς diabólicamente
συμβουλεῦσαιChrys.M.61.238.