Ἀργολικός, -ή, -όν


1 argólico, de Argos κρητήρ Hdt.4.152, ἀσπίδες D.H.1.21, 4.16, Plu.Rom.21, cf. Poll.1.149, μέλος ... Ἱεράκιον δὲ τὸ Ἀργολικόν Poll.4.78
Ἀ. κόλπος Plb.5.91.8, Str.8.6.1
Ἀργολική (sc. γῆ) Argólide Call.Fr.114.19, Plu.Cleom.4, Str.8.6.17, St.Byz.s.u. Ἁλιεῖς.

2 adv. -ῶς a la manera de Argos Eust.722.63.