< ἀκανθίζω
Ἀκανθίνη >
ἀκανθικός
,
-ή, -όν
• Prosodia:
[ᾰ-]
1
espinoso
φύσις
Thphr.
HP
6.4.6,
τὰ ἀκανθικά
Thphr.
HP
6.1.3.
2
del árbol de la goma
μαστίχη
Plin.
HN
21.96.