ἐμφιλόνεικος, -ον
1 pendenciero, contencioso
οὐ δεῖ ζητήσεις ἀνωφελεῖς ἢ ἐμφιλονείκους ποιεῖσθαιBasil.M.31.744B, cf. Ath.Al.M.28.425C,
ὁμιλίαBasil.M.31.453A,
ἐμφιλόνεικοί τε καὶ ἀμυντικαὶ διαθέσειςGr.Nyss.Ep.Can.209.2,
κρίσιςEuther.Confut.14.30,
λόγοιSch.E.Med.637.
2 adv. -ως con ánimo de disputa
ἐ. διατεθῆναι τὴν τοῦ νυμφίου μητέρα καὶ τὴν νύμφηνChrys.M.47.464,
Ἰουδαίοι ἐ. ἔχουσι μὴ εἶναι αὐτὸν υἱὸν τοῦ ΘεοῦEphr.Syr.2.245A.