ἀφιλόνεικος, -ον
• Alolema(s): -νικ- Plb.21.20.1, Luc.Symp.37, Clem.Al.Strom.5.1.8, 5.30
1 poco amigo de luchas, enemigo de disputas
τὸ μὴ εὐνίκητον εἶναι πρὸς τὰς ὀργάς, ἄπικρον δὲ τῷ ἤθει καὶ ἀφιλόνεικονArist.VV 1250a43, Andronic.Rhod.575,
τὸ ἀφιλόνεικον τοῦ ἤθουςArist.VV 1251a15,
ἁρμονίαHeraclit.All.25,
ὁ ἕβδομος ἀριθμὸς ... ἀ. (ἐστί)Ph.2.5,
ἡ κτίσις ἡ ἐν Χριστῷ ἀφιλόνικοςClem.Al.Strom.5.5.30, cf. Sch.E.Med.640.
2 adv. -ως sin ánimo de disputa
ἀ. παντὸς (ἂν) παραχωρήσαιμιPlb.l.c.,
ὑμεῖς δὲ ἀ. ἐρεῖτε καὶ ἀκούσεσθεLuc.l.c.,
ἁρμόττει ... βιοῦν ἀ.Ph.1.324,
πύθεσθε παρὰ τῶν εἰδότων ἀ.Clem.Al.Strom.5.1.8.