< ἀγαλματοποιία
ἀγαλματοποιός >
ἀγαλματοποιικός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
hαγαλματοποϊκός
IG
1
3
.476.181 (V a.C.)
1
subst. τὸ ἀ.
pago del escultor
,
IG
l.c.
2
subst. ἡ ἀ. (
sc
. τέχνη)
la escultura
Poll.1.13, Hierax en Stob.3.9.54.