< εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιός >
εἰδωλοποιικός
,
-ή, -όν
consistente en la creación de imágenes
ἡ εἰ. τέχνη
esp. ref. a la sofística
, Pl.
Sph
.235b, cf. 236c, 260d, 264c, 266a, d, 268d.