Ἀριστοτελικός, -ή, -όν


1 aristotélico, de Aristóteles Ἑρμῖνον τὸν Ἀριστοτελικὸν Luc.Demon.56, Ἀριστοτελικὰ ἀπηχήματα Gr.Nyss.Eun.1.46, τοὺς ἀριστοτελικοὺς λαβυρίνθους Thdt.H.Rel.27.4.

2 adv. -ῶς a la manera de Aristóteles Sch.Iambl.Comm.Math.p.103.