δυσφυής
αἱμοχυής
ἀφῆς·
ἀβαφής
διβαφής
ἁλῐβᾰφής
ἀρτιβαφής
ἐμβαφής
ἁλουργοβαφής
ἀνθοβαφής
ἐλαιοβαφής
αἱμοβᾰφής
ἀκροβᾰφής
αὐτοβᾰφής
δρυοβαφής
γεωβαφής
ἀργιάφης·
βᾰθυσκᾰφής
ἀμφιλᾰφής
ἀναφής
Ἀνάφης
ἀσυναφής
γραφής
ἀγραφής
ἀρτιγραφής
ἀκριβογραφής
ἀρρᾰφής
δολορρᾰφής
ἀτραφής
γυναικοτραφής
ἀνεμοτραφής
ἁγνοτραφής
Ἀπολλωνοτραφής
ἀστραφής
ἀσᾰφής
διασαφής
Ἀρσαφής
δυσαφής
ἀνεφής
ἀργῐνεφής
ἀεινεφής
ἀγχῐνεφής
ἀμφικνεφής
ἀκροκνεφής
ἀσυννεφής
διηρεφής
ἀνηρεφής
δαφνηρεφής
ἀμφηρεφής
ἀμφιρεφής
Διειτρέφης
Διιτρέφης
ἁλιτρεφής
ἀρτιτρεφής
γραοτρεφής
βυθοτρεφής
γαιοτρεφής
διοτρεφής
Διοτρέφης
ἁλιοτρεφής
δονᾰκοτρεφής
ἁπαλοτρεφής
ἑλοτρεφής
ἀνεμοτρεφής
ἐᾰροτρεφής
ἀστρεφής
ἀειστρεφής
ἀνεπιστρεφής
ἀμφιστρεφής
ἀσυστρεφής
ἀστεφής