ἀμφηρεφής, -ές
adj. cerrado por ambos lados
φαρέτρηIl.1.45,
ἄντρονAgath.1.10.2, cf. 3.5.10,
στάδιον ... ὕλαις ἀ.Zos.2.50,
ἀμφηρεφές· ἀμφοτέρωθεν ἐστεγασμένον. ἢ κατάσκιονPhot.p.98R., Sud.,
ἀμφηρεφής· ἀμφίστεγος. πλήρηςHsch., cf.
†ἀμφιρεφέα· τὴν τῶν βελῶν θήκηνEt.Sym.832.