< ἀμφικνέφαλλος
ἀμφίκοιλος >
ἀμφικνεφής
,
-ές
totalmente oscuro
,
tenebroso
βυθός
Orac.Chald
.163.3,
χῶρος
Synes.
Insomn
.M.66.1296D.