< ἀσυνίστωρ·
ἀσυννόμως >
ἀσυννεφής
,
-ές
1
libre de nubes
,
despejado
οὐρανός
Sch.Pi.
O
.p.26 Böckh.
2
que no comporta nubes
ἄνεμοι
Thphr.
Vent
.11.