< ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεψία >
ἀνεπιστρεφής
,
-ές
1
desdeñoso
,
que no se preocupa
τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων
Placit
.1.7.7.
2
subst. τὸ ἀ.
inexorabilidad
τῆς δίκης
Corn.
ND
21.