ἀμφιστρεφής, -ές
• Alolema(s): tb. ἁμφιστραφής Diotog.2 (p.533)
que se revuelve en todos los sentidos
(δράκων) κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέεςIl.11.40
•fig. flexible
βασιλεύςDiotog.l.c.
(δράκων) κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖς ἀμφιστρεφέεςIl.11.40
βασιλεύςDiotog.l.c.