ἀγκαλιδοφόρος ἀγκᾰλίζομαι ἀγκαλικῶς ἀγκαλίνη ἀγκᾰλίς ἀγκάλισμα ἀγκαλισμός ἀγκαλι[στ]ός ἄγκᾰλος ἀγκαπίς· Ἄγκαρα Ἀγκαράτης ἀγκάς ἀγκάσιν †ἄγκε· ἀγκεκυβρικώς· ἀγκεντέοντα· ἀγκήεις· ἀγκιδοθήκη ἀγκίλιον ἀγκινάρα †ἀγκίον· ἀγκιστρεία ἀγκιστρευτικός ἀγκιστρεύω ἀγκίστριον ἀγκιστρόδετος ἀγκιστροειδής ἀγκιστροθηρευτής ἄγκιστρον Ἄγκιστρον ἀγκιστροπώλης ἄγκιστρος ἀγκιστροφάγος ἀγκιστρόω ἀγκιστρώδης ἀγκιστρωτός Ἀγκλείδης ἄγκλειτοι· ἀγκλόν· ἄγκλιμα ἄγκοινα ἀγκονάριον ἀγκονίς ἀγκονίω ἄγκονος ἀγκοπάζω ἀγκοπήνια ἀγκοπτήρ· ἀγκορυφῶσα· ἄγκος Ἄγκος Ἀγκρίνα ἄγκτειρα ἀγκτήρ ἀγκτηριάζω ἀγκτηρίζω ἀγκυλένδετος ἀγκυλέομαι ἀγκύλη Ἀγκυλή ἀγκῠλητός ἀγκυλίδιον ἀγκυλιδωτός ἀγκύλιον ἀγκυλίνη ἀγκῠλίς ἀγκυλισταί Ἀγκῠλίων ἀγκύλλω ἀγκυλοβλέφαρος