ἀγκᾰλίζομαι
1 abrazar
κακὸν τοιοῦτονSemon.8.77,
προσίκτην θαλλόνMoschio Trag.9.3,
εἰς τρυφερὰς ἠγκαλίσασθε χέραςAP 12.122 (Mel.), cf. Man.1.45,
χεροῖν εἴδωλον ἠγκαλισμένοςLyc.142
•en la lucha
ἀλλήλους ἀγκαλιζομένουςPlu.2.638f,
ἀγ]καλίζεταί νιν ἁ θυγάτηρIG 42.123.113 (IV a.C.)
•tb. en v. pas.
ἀγκαλιζόμενον παρὰ τῆς μητρόςAesop.243.2.
2 en v. act. hacer brazadas o gavillas
ἀνκαλίζοντες (sic)braceros, gavilladores, PSarap.57.12, 16 (II d.C.).