ἀγκιστρόω


I 1enganchar ῥαφαῖς ὑπὸ τὰς ἐπιπτυχὰς τὴν συμπλοκὴν ἀγκιστρώσαντες (descripción de una armadura de escamas), Hld.9.15.2.

2 fig. traspasar πόθῳ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη Lyc.67.

II proveer de punta arponada ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες Plu.Crass.25.