< ἀγκίλιον
†ἀγκίον· >
ἀγκινάρα
,
-ας, ἡ
bot. ἄγρια ἀ. otro n. de la ἄκανθα λευκή o
Euphorbia antiquorum
L.
Gloss.Bot.Gr
. en
Emerita
47.1979.351.