< ἀγκιστρόω
ἀγκιστρωτός >
ἀγκιστρώδης
,
-ες
arponado
ἐπιδορατίς
Plb.34.3.5, cf. Str.1.2.16,
σαύνια
D.S.5.34,
ὀδόντες
de un monstruo
, Philostr.Iun.
Im
.12.2.