ἀγκάλισμα, -ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 abrazo
ἔχει τὸ σῶμα ἐν τοῖς ἀγκαλίσμασιν ... ὅλως ἐνηρμοσμένονcomo característica de la mujer, Ach.Tat.2.37.6.
2 objeto de los abrazos, objeto de amor, cariño
ἀ. κλυσιδρομάδος αὔραςTim.15.80,
χειροπληθὲς ἀ.Luc.Am.14,
τερπνὸν ἀ. συγγόνωνtierno cariño de los hermanos Lyc.308.