ἀγκάς
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. en brazos
ἔχε δ' ἀγκάς ἄκοιτινIl.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276,
ἀ. ἔμαρπτεIl.14.346, Nonn.D.13.542,
ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥνIl.5.371,
τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεόςOd.7.252,
με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόνIl.24.227, de luchadores
ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσινIl.23.711,
ἀγ]κάς [τε] βραχείονι π[ά]γχυ πιέζωνEpic.Alex.Adesp.8.3.
• Etimología: Cf. ἀγκών.