ἀγκιστροειδής, -ές
I
2 de armas arponado
σιδήριαProcop.Pers.2.21.22,
τοῖς ἀγκιστροειδέσι κοντοῖςProcop.Goth.4.11.34
•metáf.
τὰ ἀγκιστροειδῆ τῶν ὀδόντων αὐτῆς (αἱρέσεως) φάρμακαEpiph.Const.Haer.48.15.
3 anat. otro n., por su forma, de la apófisis del omoplato o coracoides Ruf.Oss.11.
II adv. -ῶς enganchándose Erot.43.8.