ἄγκος, -εος, τό
I
πολλὰ δέ τ' ἄγκε' ἐπῆλθεIl.18.321,
διά τ' ἄ. καὶ διὰ βήσσαςIl.22.190, cf. 20.490,
ἄγκεα ποιήενταOd.4.337, 17.128,
ἄγκεα βησσήενταHes.Op.389,
ἀμφίκρημνον ἄ.E.Ba.1051,
ἄ. ὑψίκρημνον ὄρεσι περίδρομονTrag.Adesp.445a, cf. Hes.Fr.204.133, h.Cer.381, Hdt.6.74, Arist.HA 618b24, X.An.4.1.7, Theoc.8.33, Ael.NA 9.56,
ἄγκεα νήσωνNonn.D.2.292.
2 zona de árboles o cima del monte
ἄγκος ἐς ὑψικάρηνον ἐδίζετοCall.Fr.309.2, cf. Sud.
II cámara, fondo de un pozo
κοῖλον καταβήσεται ἄγκος φρείατοςAlex.Aet.3.29.
• DMic.: ti-mi-to-a-ke-e (?).