< ἀγκιστρεία
ἀγκιστρεύω >
ἀγκιστρευτικός
,
-ή, -όν
relativo a la pesca con anzuelo
ἀγκιστρευτικὴ τέχνη
Gal.5.861
•
subst. τὸ ἀ.
pesca con caña
Pl.
Sph
.220d.