δῐπλάδιος
δῐπλάζω
δίπλαξ
διπλασιαζομένως
διπλασιάζω
διπλασίασις
διπλασίασμα
διπλασιασμός
διπλασιαστέον
διπλασιαστέος
διπλασιαστικός
διπλασιεπιδιμερής
διπλασιεπιδίμοιρος
διπλασιεπιδίτριτος
διπλασιεπίεκτος
διπλασιεπίπεμπτος
διπλασιεπιπενταμερής
διπλασιεπιτέταρτος
διπλασιεπιτετραμερής
διπλασιεπιτετράπεμπτος
διπλασιεπιτριμερής
διπλασιεπιτριτέταρτος
διπλασιεπίτριτος
διπλασιεφημιόλιος
διπλασιεφήμισυς
διπλασιημιόλιος
διπλασιολογία
διπλασιόπλευρος
διπλάσιος
διπλασιόω
δίπλασις
διπλασίων
δίπλασμα
διπλασμός
διπλεθρία
δίπλεθρος
διπλεῖ
δίπλειος
δίπλευρος
διπλῆ
διπληγίς
διπλήζω
διπλήθης
διπληκτίζω
διπλήσιος
διπλίνθιος
δίπλινθος
διπλόγραμμος
διπλοειδής
διπλοείλητος
διπλοείμᾰτος
διπλόθριξ
διπλοία
διπλοΐδιον
διπλοίζω
διπλοΐς
διπλοισότης
διπλοκαρδία
διπλοκάριος
διπλοκέραμον
διπλομοιρία
διπλόος
διπλόρρους
διπλός
διπλοσήμαντος
διπλόσημος
διπλοσύνθετος
διπλότης
διπλοτριπλόω
διπλουκάριος
διπλοψυχέω