< διπλασιεπιδιμερής
διπλασιεπιδίτριτος >
διπλασιεπιδίμοιρος
,
-ον
de proporción 2 2/3
δ. (λόγος), ὃν ἔχει ὁ κδ πρὸς τὸν θ
Gaud.
Harm
.10.