< διπλασιαστικός
διπλασιεπιδίμοιρος >
διπλασιεπιδιμερής
,
-ές
2 2/3 mayor
, e.d.
de proporción 2 2/3
ὁ μὲν η τοῦ γ δ.
Nicom.
Ar
.1.23 (cód.), cf. Iambl.
in Nic
.50, 51.