< δίπλασμα
διπλεθρία >
διπλασμός
,
-οῦ, ὁ
1
duplicación
Eust.971.54, cf. Plot.6.1.9 (cj.), Hsch.
2
gram.
geminación
Eust.1396.52.
3
acción de cruzar
los brazos en la espalda, Orib.25.40.8, v. διπλασιασμός
4
.