διπλεῖ
• Alolema(s): διπλῇ ICr.4.10q-r, 13g-i (ambas VI a.C.), 57.2 (V a.C.), Pl.Lg.868a; διπλῆ IG 9(1).694.71 (Corcira III/II a.C.)
adv. el doble en cantidad o valor, multiplicado por dos
δέκα στ[ατ]ρανς καταστασεῖ, τ δὲ κριος διπλεῖpagará diez estateres, el doble del valor de la cosa (robada) ICr.4.72.3.15, cf. 2.7 (V a.C.),
τό δὲ μίσθωμα δ. ἀποτεισεῖTEracl.1.109 (IV a.C.), cf. IG l.c.,
ἐκπρηττόντων δὲ οἱ ἱεροπ<ο>οὶ ὀφελόντων διπλε<ῖ>IG 12(9).90.8 (Eretria IV a.C.),
δ. τὸ βλάβος ἐκτεισάτω τῷ κεκτημένῳPl.l.c.