< διπλασιαστέον
διπλασιαστικός >
διπλασιαστέος
,
-α, -ον
que debe ser duplicado
δ. ἐστιν ὁ θρῆνος καὶ μείζων ἡ φροντίς
Cael.P.
Ep.Io.Ant
.p.90.15.