δίπλεθρος, -ον
1 de dos pletros
ποταμόςX.An.4.3.1,
σκέλοςTheopomp.Hist.390, cf. Ephor.119, Str.9.4.4,
ὁ ... μέγιστος αὐτῶν καὶ δ. ἦνLuc.VH 1.16, cf. D.S.1.47, 2.7, App.Pun.95.
2 subst. τὸ δ. medida, distancia de dos pletros Plb.34.12.4,
ἐκ ... διπλέθρουAP 11.117 (Strat.).