< διπλασμός
δίπλεθρος >
διπλεθρία
,
-ας, ἡ
medida de dos pletros
ἀνπέλων (
sic
) δ.
dos pletros de viñas
,
ICr
.2.10.1.20, cf. 22 (Cidonia III a.C.).