δικρόσσιον
δίκροσσος
δικροτέω
δικροτίζω
δίκροτος
δίκρουνος
Δικταῖος
δικτάμ[νινος
δικταμνίτης
δικταμνοειδής
δίκταμνον
*Δίκτασσος
δικτατορεύω
δικτατορία
δικτατοῦρα
δικτάτωρ
Δίκτη
Δικτίς
δίκτυ
Δικτύα
δικτυαγωγός
Δικτυακά
δικτυάλωτος
δικτυαρχέω
δικτῠβολέω
δικτῠβόλος
δικτύδιον
δικτυεία
δικτυεύς
Δικτυήνη
δικτυηρός
δικτυΐσκον
Δίκτυννα
Δικτυνναία
Δικτυνναῖον
Δικτυνναῖος
Δικτυνναϊσταί
Δικτυννίς
δικτυοβόλος
δικτυοειδής
δικτυοθηρευτικός
δικτυόκλωστος
δίκτῠον
δικτυοπλόκος
δικτυουλκέω
δικτυουλκός
δικτυουργός
δικτυοῦχος·
δικτυοφόρος·
δικτυόω
δίκτῠπος
δίκτυς
Δίκτυς
δικτύφιον
δικτυώδης
δικτυωτός
δίκυκλος
δίκῡμος
δικύπελλος
δίκυρτος
δίκω
δικωλία
δίκωλος
δικωμία
Δικωμία
Δίκων
δῐκωπέω
δικωπία
δίκωπος
διλάγυνος