< δικτυωτός
δίκῡμος >
δίκυκλος
,
-ον
de dos ruedas
ὄχημα
Lib.
Or
.1.33, cf. Poll.10.52
•
subst. τὸ δ.
carro de dos ruedas
,
biga
D.C.76.7.2.