< δίκρος
δίκροσσος >
δικρόσσιον
,
-ου, τό
camisa con doble orla
o
cenefa
de origen egipcio
Peripl.M.Rubri
6,
ἐν μόνῳ τῷ δικροσσίῳ στάς
A.Io
.111.12, cf. 71.2, 80.3.