δίκωλος, -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble cuerda
σφενδόναιLyc.636
•de dos entrenudos o secciones separadas por nudos
αἱ γὰρ δίκωλοι (σύριγγες) διπλάσιον ἠχοῦσι τῶν τετρακώλωνNicom.Harm.10.
2 de dos miembros, bimembre
καρπὸν δὲ ἔχει ἐπ' ἄκρῳ ὥσπερ ἀκρίδια δίκωλαde la avena, Dsc.2.94
•mec. de dos mástiles ref. a grúas para levantar piedras
δικώλου (μηχανῆς) σταθείσης ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρονDidyma 32.11, cf. 39.44 (ambas II a.C.),
ἐπὶ δὲ τῶν εἰς ὕψος βασταζομένων φορτίων ... μηχαναὶ γίνονται αἱ μὲν μονόκωλοι, αἱ δὲ δίκωλοιHero Fr.2.294, cf. 272.
3 ret. que tiene dos miembros o cola
περίοδοςDemetr.Eloc.34, cf. 252, Hermog.Inu.4.3 (p.180), Sch.Aeschin.2.12
•tb. en métr.
περίοδοιSch.Ar.Ach.1214a.