δικτυοειδής, -ές
I
τὸ δ. πλέγμα πρὸς τῶν ἀμφὶ τὸν Ἡρόφιλον κληθένHerophil.121,
τὸ δ. πλέγμα τὸ κατὰ τὴν τοῦ ἐγκεφάλου βάσινGal.5.356, cf. 2.819, 3.696, 8.203, Pall.Febr.9.
2 gener. reticulado, en forma de red
κόσμοςThdt.Qu.in 3Re.18 (p.141),
φωταγωγοὶ δικτυοειδεῖς κατεσκευασμέναιventanas con celosía Procop.Gaz.M.87.1180C.
II adv. -ῶς en forma de red
διάπλοκοι σειραὶ δι' ἀλλήλων ἐναλλὰξ ... δ. πεπλεγμέναιGr.Nyss.V.Mos.25.5
•en forma de enrejado, formando celosía
φωταγωγοὶ δ. κατεσκευασμέναιThdt.Qu.in 4Re.2 (p.194).