δικωμία, -ας, ἡ


asociación de dos pueblos Δαβληνοὶ κὲ (sic) Προνναεῖται, ὁ δῆμος τῆς δικωμίας INikaia 1551.6, cf. 18 (III d.C.), IPhrygie p.50 (Nacolea).