δικτατοῦρα, -ας, ἡ
lat. dictatura, dictadura
δικτατοῦραν ... τὴν ἐξουσίαν καλοῦσιν ... πρὸς τὸ λυσιτελοῦν τοῖς πράγμασιν ἐπὶ χρόνου βραχὺν διδομένηνLyd.Mag.1.36, cf. 38.
δικτατοῦραν ... τὴν ἐξουσίαν καλοῦσιν ... πρὸς τὸ λυσιτελοῦν τοῖς πράγμασιν ἐπὶ χρόνου βραχὺν διδομένηνLyd.Mag.1.36, cf. 38.