< δίκτῠον
δικτυουλκέω >
δικτυοπλόκος
,
-ου, ὁ
1
fabricante de redes
,
redero
,
Sitz.Berl
.1934.1032.n.5 (Ática III a.C.), Poll.7.179, Hsch.s.u.
χηλώτια
.
2
δ.·
retiarius
,
Gloss
.2.277.