δικτυωτός, -ή, -όν


1 esp. ref. a puertas y ventanas de madera de rejilla, enrejado, con celosía θύραι δικτυωταὶ διαφανεῖς Plb.15.30.8, cf. EM 513.4G., θυρίδες δικτυωταί ventanas con enrejado de barras entrecruzadas en oblicuo, op. κανονωταί PMich.Zen.38.18 (III a.C.), cf. LXX Ez.41.16
para cerrar intercolumnios διαφράγματα τὰ ἀπὸ ξύλου δικτυωτά Eus.HE 10.4.39
de elementos decorativos en otros materiales ἐσχάραν ἔργῳ δικτυωτῷ χαλκῆν LXX Ex.27.4, cf. 38.24, θύσανος δ. borla de rejilla D.S.18.26, διαπλοκὴ ῥόμβων, δικτυωτὴν ἔχουσα τὴν πρόσοψιν Aristeas 74, δικτυωτὰ ... ἀνάγλυφα χαλκῷ καὶ χρυσῷ κατειργασμένα una tracería a modo de verja forjada con bronce y oro Eus.VC 4.58
fig. διὰ τῶν προφητικῶν θυρίδων καὶ δικτυωτῶν τοῦ νόμου παραγγελμάτων Gr.Nyss.Hom.in Cant.159.1.

2 subst. τὸ δ. celosía LXX 4Re.1.2, tb. ἡ δ. LXX Id.5.28, cf. Hsch., Sud., Phot.δ 611.