δίκωπος, -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
birreme, de dos remos
σκάφοςE.Alc.252,
ἐλάταE.Alc.444,
σέλμαLyc.1217,
σκαφίδιαStr.1.2.16 (= Plb.34.3.2)
•subst. τὸ δ. nave de dos remos Poll.1.82.
σκάφοςE.Alc.252,
ἐλάταE.Alc.444,
σέλμαLyc.1217,
σκαφίδιαStr.1.2.16 (= Plb.34.3.2)