δίκροτος, -ον
I
ῥοθίοις εἰλατίνας δικρότοισι κώπαςcon los estruendosos dobles golpes del remo de abeto, e.e. a golpe de remos que baten el mar con doble estruendo (a cada lado de la nave), E.IT 407
•esp. en medic., del pulso que golpea dos veces en una sola pulsación
ὁ σφυγμὸς οὗτος, ὁ πρὸς Ἀρχιγένους δ. κεκλημένοςArchig. en Gal.8.537, cf. 9.75, 78, 308, 503,
σφυγμόςGal.9.80, cf. Ruf.Syn.Puls.8.5, Ps.Sor.Quaest.178.
2 náut., esp. milit., de barcos equipados con dos bancos de remeros
αἱ μὲν τῶν νεῶν δίκροτοι ἦσαν, αἱ δὲ μονόκροτοι, αἱ δὲ παντελῶς κεναίX.HG 2.1.28
•πλοῖον δ., ναῦς δ. birreme
παραγε[ν]όμενοι δυσὶ πλοίοις δικρότοις ἐπὶ τὴν πομπήνIG 22.1008.76 (II a.C.),
οἱ συστρατευσάμενοι Μιλησίων ἐν νηῒ δικρότῳID 1855.4, cf. 1856.7, 1857.2 (todas I a.C.),
ναῦς ... τριήρεις ἢ δίκροτ[οιMon.Anc.Gr.13.1, cf. Arr.An.6.5.2, Aristid.Or.25.4, D.C.74.11.3,
ταχυναυτοῦν σκάφος ... τῶν δικρότωνuno de esos navíos rápidos de dos bancos de remeros Luc.Am.6
•subst. τὸ δ. birreme
τριήρεις καὶ δίκροτα καὶ κέλητεςPlb.5.62.3, cf. Str.16.4.23,
οἱ στρατευσάμενοι ἐν τῷ δ[ι]κρότῳSEG 33.684 (Paros, heleníst.), cf. Lindos 707.2 (I a.C.), BGU 1745.3, 18 (I a.C.), App.Mith.17, Cic.Att.104.4, 411.4, Poll.1.82
•tb. ἡ δ.:
ταχινήAP 7.640 (Antip.Thess.),
ἐξέπλευσε ... δικρότοις ἴσαις ῬοδιακαῖςPlu.Luc.2, cf. B.Alex.47.2.
II doblemente golpeado
δ. ἁμαξιτόςcarretera de doble calzada E.El.775.