διυλήτ(ης)
διυλίζω
διύλισις
διύλισμα
διυλισμός
διυλιστήρ
διυλιστήριον
διυλιστός
Δίυλλος
δίυλος
διυπερβάλλομαι
διυπερτίθεμαι
διυπέχω
διυπηρετέω
διυπνίζω
διυπνιστέον
διυποβάλλομαι
διυποβλέπομαι
διυποκολλάω
διυποπτεύω
διυφαίνω
*Διυφάντᾱς
διύφαντος
διυφή
διυφίημι
διφαδεύσει·
διφαλαγγαρχία
διφαλαγγία
δῑφᾰλέος
δίφαλος
διφάνινος
δῐφάρετρος
δίφαρσος
δίφας
διφασία
διφάσιος
δίφατος
δῑφάω
δῑφέω
διφήτωρ
διφθέρα
διφθεραλοιφός
*διφθεράπωλος
διφθεράριος
*διφθεραφόρος
διφθερίας
διφθέρινος
διφθέριον
διφθερίς
διφθερῖτις
διφθερόομαι
διφθεροποιός
διφθεροπώλης
διφθέρωμα
διφθογγίζω
διφθόγγισμα
διφθογγιστέον
διφθογγογραφέω
διφθογγόθετος
διφθογγόομαι
δίφθογγος
Διφίλεια
Διφίλη
Διφιλίδης
Δίφιλος
δῐφορέω
διφόρημα
διφόρησις
δίφορος
δίφουρα
δίφραγες